- χοεῖον
- χοεῖον, τό,A = παχὺ ἔντερον (i. e. f.l. for χόριον), Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοείον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον» … Dictionary of Greek
ουλοχοείον — οὐλοχοεῑον και οὐλοχόϊον, τὸ (Α) το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί + χοεῖον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *οὐλοχόος / οὐλοχοῶ] … Dictionary of Greek